Μέσα από την ενασχόληση που μπορεί να προσφέρει η Ελληνική φύση, ιδιαίτερη θέση κατέχει η μελισσοκομία, μια πανάρχαια τέχνη. Η μελισσοκομία εκτός από μια ευχάριστη ιδιωτική ενασχόληση μπορεί να αποτελέσει μία σημαντική επαγγελματική είτε εναλλακτική πηγή εισοδήματος. Η μελισσοκομία εκτός από μια ευχάριστη ιδιωτική ενασχόληση μπορεί να αποτελέσει μία σημαντικότατη εναλλακτική πηγή εισοδήματος. Σήμερα στη χώρα μας εκτρέφονται περίπου 1.400.000 σμήνη μελισσών εγκατεστημένα σχεδόν στο σύνολό τους σε ευρωπαϊκές κυψέλες, με ετήσια παραγωγή μελιού 14.000 τόνους. Με βασικό προϊόν το μέλι αλλά και πολλά ακόμη υποπροϊόντα η μελισσοκομία μπορεί να αποτελέσει μια ιδιαίτερα εξωστρεφή δραστηριότητα. Η βασική ομάδα των έξι χωρών που καταναλώνει άνω του 80% των ελληνικών εξαγωγών, αποτελείται από τις Γαλλία, Γερμανία, Αγγλία, Κύπρο, Καναδά, και ΗΠΑ.

 

Μια ελκυστική επένδυση, με ιδιαίτερα υψηλό εισόδημα για τους νέους αγρότες, και όχι μόνο, αποτελεί η καλλιέργεια μανιταριών. Το μανιτάρι θεωρείται ιδανική επένδυση για μικρές αγροτουριστικές μονάδες καθώς και για μικρές μονάδες βιολογικής καλλιέργειας. Σήμερα στην Ελλάδα καλλιεργούνται δύο είδη μανιταριών σε επιχειρηματική κλίμακα, το λευκό μανιτάρι Agaricus και το πλευρωτό μανιτάρι Pleurotus. Η Ελληνική αγορά έχει μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης καθώς η εγχώρια παραγωγή καλύπτει μόλις το 30% της συνολικής εγχώριας  κατανάλωσης. Η ετήσια κατανάλωση ανέρχεται σε περίπου 11.000 τόνους μανιταριών ετησίως. Το έλλειμμα της εγχώριας προσφοράς και της ζήτησης καλύπτεται από εισαγωγές κυρίως από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και την Κίνα.

 

Η παγκόσμια αγορά σαλιγκαροτροφίας ξεπερνά σε μέγεθος τα 5 δισεκατομμύρια ευρώ τον χρόνο (μόνο για την Βιομηχανία Τροφίμων). H παγκόσμια προσφορά για σαλιγκάρια καλύπτει απλώς το 10% της παγκόσμιας ζήτησης γεγονός που εξηγεί και τις πολύ υψηλές τιμές πώλησης του τελικού προϊόντος. Μεγάλο πλεονέκτημα της σαλιγκαροτροφίας είναι ότι αποτελεί συμβολαιακή γεωργία και κατά συνέπεια είναι από την αρχή εξασφαλισμένη η πώληση όλης της ετήσιας παραγωγής έναντι προκαθορισμένης τιμής. Σοβαρό μειονέκτημα αποτελεί η έλλειψη τεχνογνωσίας στην χώρα γεγονός που καθιστά πολλές μονάδες ως μη αποδοτικές. Το ενδιαφέρον για την εκτροφή σαλιγκαριών στην Ελλάδα είναι μεγάλο.  Σημειώνεται ότι τα σαλιγκάρια έχουν τεράστια θρεπτική αξία για τον άνθρωπο καθώς 100 γρ. δίνουν 16,1% πρωτεΐνες με μόνο 1,4% λιπαρά. Ενώ παράλληλα αποτελούν πηγή ιχνοστοιχείων, βιταμινών και μετάλλων (καλίου, μαγνησίου και ιδιαίτερα σιδήρου). Σοβαρό μειονέκτημα για την σαλιγκαροτροφία στην χώρα αποτελεί η έλλειψη τεχνογνωσίας σχετικά με την εκτροφή σαλιγκαριών γεγονός που καθιστά πολλές μονάδες ως μη αποδοτικές για του επενδυτές.

 

Συνεχίζοντας την αναφορά στην καλλιέργεια και τις δυνατότητες των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών παρουσιάζονται οι καλλιέργειες ρίγανης, μέντας και λεβάντας, Οι συγκεκριμένες καλλιέργειες διαθέτουν έντονα εξαγωγικό χαρακτήρα και μπορούν να αποφέρουν ικανοποιητικά κέρδη στους παραγωγούς τους, ειδικά στην περίπτωση της βιολογικής καλλιέργειας. Από πλευράς κλιματολογικών συνθηκών η Ελλάδα ευνοεί ιδιαίτερα την καλλιέργεια αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών ενώ από πλευράς καταλληλότητας χλωρίδας βρίσκεται στις πρώτες θέσεις παγκοσμίως.  Η επενδυτική ενασχόληση με τις καλλιέργειες της ρίγανης, της μέντας και της λεβάντας δύναται να φανεί ιδιαίτερα προσοδοφόρα αρκεί να γίνει με την συνδρομή γεωπόνου και βάσει ρεαλιστικού επιχειρηματικού σχεδίου.

 

Σε συνέχεια με πρότερα άρθρα όπου έγινε αναφορά στην καλλιέργεια αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών, παρουσιάζεται η επένδυση μέσω της καλλιέργειας δύο ακόμη αρωματικών βοτάνων, του δενδρολίβανου και του θυμαριού. Μια αρκετά υποσχόμενη επένδυση με μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης και που μπορεί να αποφέρει ιδιαίτερα υψηλά κέρδη. Η απόδοση των εναλλακτικών αυτών καλλιεργειών αυξάνεται στην περίπτωση της βιολογικής καλλιέργειας. Τα εν λόγω βότανα εμφανίζουν υψηλή ζήτηση εξαιτίας της αυξανόμενης χρήσης τους στη μαγειρική. Σήμερα, αποκτούν επιπλέον χρήσεις και συμπερασματικά δύνανται να προσφέρουν ένα ελκυστικό εισόδημα σε υφιστάμενους και νέους γεωργούς που βρίσκονται σε αναζήτηση για εναλλακτικές αγροτικές καλλιέργειες.

 

Συνεχίζοντας το αφιέρωμα στις δυνατότητες της καλλιέργειας αρωματικών αλλά και φαρμακευτικών φυτών, παρουσιάζεται η καλλιέργεια των φυτών της δάφνης και της αρμπαρόριζας. Οι δύο εν λόγω μορφές καλλιέργειας μπορούν να αποδειχτούν ιδιαίτερα αποδοτικές για τους παραγωγούς τους, ειδικά στην περίπτωση της βιολογικής γεωργίας. Όπως έχει αναφερθεί ξανά, από πλευράς κλιματολογικών συνθηκών η Ελλάδα ευνοεί ιδιαίτερα την καλλιέργεια αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών ενώ από πλευράς καταλληλότητας χλωρίδας βρίσκεται στις πρώτες θέσεις παγκοσμίως. Η επενδυτική ενασχόληση με τις βιολογική γεωργία δύναται να φανεί ιδιαίτερα προσοδοφόρα για τους Έλληνες γεωργούς αρκεί να πραγματοποιηθεί με την συνδρομή γεωπόνου αλλά και βάσει ρεαλιστικού επιχειρηματικού σχεδίου.

 

Διέξοδο στην κρίση της Ελληνικής γεωργίας δύναται να αποτελέσει και η καλλιέργεια αρωματικών – φαρμακευτικών φυτών ως εναλλακτική επένδυση με ιδιαίτερα υψηλό εισόδημα. Παγκοσμίως ο κλάδος ξεπερνά σε μέγεθος τα 20 δις ευρώ με την Ευρώπη να αποτελεί μία από τις σημαντικότερες αγορές. Ηγετικό ρόλο στην παραγωγή και αξιοποίηση αρωματικών φυτών κατέχουν οι χώρες της Ασίας, ενώ οι ΗΠΑ, Γερμανία, Ιαπωνία και Γαλλία αποτελούν τους κύριους αγοραστές. Στην Ελλάδα ευδοκιμούν περισσότερα από 100 διαφορετικά είδη εκ των οποίων τα 60 θεωρούνται και μελισσοτροφικά.  Βασικό συστατικό των αρωματικών φυτών είναι τα αιθέρια έλαια που προσδίδουν ιδιαίτερες ιδιότητες όπως και αντιμικροβιακή, τονωτική και αντισηπτική δράση.

 

Συνεχίζοντας το αφιέρωμα στις εναλλακτικές γεωργικές καλλιέργειες που θα μπορούσαν να αποφέρουν σημαντικά έσοδα σε νέους αγρότες, παρουσιάζεται η καλλιέργεια ενός δέντρου, της ροδιάς. Ένα δέντρο εύκολα προσαρμόσιμο στο Ελληνικό κλίμα αλλά και που μπορεί να ευδοκιμήσει σε μειονεκτικά και σε υποβαθμισμένα εδάφη ενώ μπορεί να συντηρηθεί ακόμη και με υφάλμυρο νερό. Παράλληλα, τα προϊόντα του δέντρου παρουσιάζουν ζήτηση από εταιρείες της βιομηχανίας των Τροφίμων αλλά και των Φαρμάκων και των Καλλυντικών. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η εγχώρια αγορά απορροφά ποσότητες ροδιών που κυμαίνονται μεταξύ 1.000- 1.200 τόνων, εκ των οποίων οι 400 τόνοι παράγονται εγχώρια και οι 800 τόνοι εισάγονται.